- χορτασμό
- doyma, bıkma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… … Dictionary of Greek
μυσία — Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, μεταξύ Προποντίδας και Αιγαίου. Η αρχαία Μ. συνόρευε στα Ν με τη Λυδία και στα Α με τη Φρυγία και τη Βιθυνία. Χωριζόταν σε διάφορα τμήματα, τα όρια των οποίων άλλαξαν κατά εποχές: τη Μικρά Μ. ή… … Dictionary of Greek
πάγχορτος — πάγχορτος, ον (Α) αυτός που περιέχει καθετί που απαιτείται για χορτασμό, για κορεσμό («σίτοισι παγχόρτοισιν ἐξενίζομεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χόρτος (πρβλ. εύχορτος)] … Dictionary of Greek
πάνια — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * τὰ, σπαν … Dictionary of Greek
χορτασμός — ο, ΝΜΑ, και χορταμός Ν [χορτάζω] το να χορταίνει κανείς, ο κορεσμός τής πείνας (α. «ο χορτασμός και η απόλαυσις», Ζερβ. β. «λαβροσιάων, χορτασμῶν ἀκόσμων», Αναξανδρ.) νεοελλ. φρ. «χορτασμό δεν έχει» (για πρόσ.) είναι αχόρταγος … Dictionary of Greek
χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό … Dictionary of Greek
χορταστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί χορτασμό. 2. άφθονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)